- υποτειχισμα
- ὑποτείχισμαὑπο-τείχισμα-ατος τό контрукрепление Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποτείχισμα — cross wall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτείχισμα — ίσματος, τὸ, Α [ὑποτειχίζω] το εγκάρσιο τείχος … Dictionary of Greek
ὑποτειχίσματος — ὑποτείχισμα cross wall neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)